φωνάεις

φωνάεις
φωνᾱεις
1 having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας

φωνάεντα συνετοῖσιν O. 2.85

τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ O. 9.2

τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice I. 4.40

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνάεις — εσσα, εν, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις …   Dictionary of Greek

  • φωνήεις — και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. φωνῆς, ῆντος, Α 1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.) 2. (για λόγο) καθαρός, σαφής 3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”